- ἐπιδιαρραγῶ
- ἐπιδιαρρήγνυμαιburst ataor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἐπιδιαρρᾱγῶ , ἐπιδιαρρήγνυμαιburst ataor subj pass 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδιαρρήγνυμαι — ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α) σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» κι έπειτα να τό ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»] … Dictionary of Greek